- θνήσκω
- (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω)1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο2. (η μτχ. αορ. β' ως επίθ.) θανών, ούσα, όνο νεκρός, ο πεθαμένος, ο εκλιπώναρχ.1. (η μτχ. αορ. β' και παρκμ. στον πληθ. ως επίθ.) οι θανόντες, οι τεθνηκότες ή τεθνεώτεςοι νεκροί2. (συχνά ως παθ. ρήμα, με ποιητ. αίτ. κατά δοτ. ή εμπρόθ. προσδ. υπό, εκ, προς τινος) φονεύομαι από κάποιον (α. «θεοίς τέθνηκε», Σοφ.β. «θνῄσκουσιν ὑπὸ τῶν μελιττῶν»Αριστοτ.γ. «θνῄσκει δέ προς τοῡ;» — από ποιόν σκοτώθηκε; Ευρ.)3. φρ. «τέθνηκα τῳ φόθῳ» ή «τῷ δέει» — φοβάμαι ώς τον θάνατο, πεθαίνω από τό φόβο βλέποντας ή σκεπτόμενος κάποιον, Δημοσθ.4. μτφ. είμαι ξεψυχισμένος από τον φόβο («προοίμιον σκοτεινὸν και τεθνηκὼς δειλίᾳ» — προοίμιο σκοτεινό και ξεψυχισμένο εξαιτίας τής δειλίας τού ρήτορα, Αισχίν.)5. (μτφ. για πράγματα) χάνομαι, καταστρέφομαι («θνᾴσκει σιγαθὲν καλὸν ἔργον» — η καλή πράξη χάνεται όταν αποσιωπηθεί, Πίνδ.6. φρ. «θνῄσκω ἐπί τινι» — πεθαίνω αφήνοντας κάποιον ως κληρονόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάνατος].
Dictionary of Greek. 2013.